groß

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

groß (de)

  1. μέγας, μεγάλος
  2. ψηλός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]