grocery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
grocery groceries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grocery (en)

  1. (μετρήσιμο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) το παντοπωλείο
     συνώνυμα: grocery store (αμερικανικά αγγλικά), grocer's
  2. (μόνο στον πληθυντικό) τα είδη παντοπωλείου, τα είδη μπακαλικής