groupe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
groupe groupes

groupe (fr) αρσενικό

  1. η ομάδα, το γκρουπ,
  2. η συστάδα, το σύμπλεγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]