grow out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας grow out
γ΄ ενικό ενεστώτα grows out
αόριστος grew out
παθητική μετοχή grown out
ενεργητική μετοχή growing out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grow out < → δείτε τις λέξεις grow και out

grow out (en)

  • μακραίνω, επιτρέπω στα μαλλιά μου να μακρύνουν για να αλλάξω στυλ
    My hair has grown out again and I need to cut it.
    Μάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω.