guimbarde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡɛ̃.baʁd/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
guimbarde guimbardes

guimbarde (fr) θηλυκό

Il est monté sur sa guimbarde et il a disparu. Ανέβηκε στο σαράβαλό του κι έγινε καπνός.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]