habitation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

habitation (en)

  1. κατοίκηση
  2. κατοικία



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bi.ta.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
habitation habitations

habitation (fr) θηλυκό