hand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Hand

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hand hands

hand (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
  2. ο εργάτης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας hand
γ΄ ενικό ενεστώτα hands
αόριστος handed
παθητική μετοχή handed
ενεργητική μετοχή handing

hand (en)

  • περνάω ή δίνω σε κάποιον κάτι
    Hand me your lighter/the salt, please.
    Για πέρασε τον αναπτήρα σου/το αλάτι.
    Read it and hand it to your friends.
    Διάβασε το και πέρασε το στους φίλους σου.
     συνώνυμα: pass

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hand (nl)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hand (sv)