have one's share of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- (ιδιωματισμός) (και) με το παραπάνω
- ↪ I have had my share of worries in life.
- Είχα και γω τα βάσανά μου στη ζωή με το παραπάνω.
- ↪ I have had my share of worries in life.
Πηγές
[επεξεργασία]- have one's share of - Cambridge Dictionary online