have one's share of

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
have one's share of < → δείτε τις λέξεις have, one's, share και of

Έκφραση

[επεξεργασία]

have one's share of (en)