help out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας help out
γ΄ ενικό ενεστώτα helps out
αόριστος helped out
παθητική μετοχή helped out
ενεργητική μετοχή helping out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
help out < → δείτε τις λέξεις help και out

help out (en)

  • βοηθάω, βγάζω, διευκολύνω, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση
    His advice helped me out a lot.
    Οι συμβουλές του με βοήθησαν πολύ.
    I help someone out of an embarrassing situation/of a difficult position.
    Βγάζω κάποιον από αμηχανία/από δύσκολη θέση.
    He asked me to help him out, eg. with a loan.
    Μου ζήτησε να τον διευκολύνω, π.χ. με δάνειο.
     συνώνυμα: help