hiacynt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hiacynt (pl) αρσενικό

  1. το φυτό υάκινθος
  2. το πέτρωμα υάκινθος