hora

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
hora horas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hora (es) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hora (ca)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hora (la) θηλυκό

  • η ώρα
    quota hora est? - τι ώρα είναι;



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hora (pt) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hora (sk)

  1. το δάσος
  2. το βουνό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hora (cs) θηλυκό

  1. το βουνό
  2. (οικείο) μεγάλη ποσότητα, πλήθος, θάλασσα, δάσος
     συνώνυμα: les (δάσος)
  3. (ιδιωματισμός) αμπέλι, αμπελώνας

Συγγενικά

[επεξεργασία]