identity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
identity identities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

identity (en)

  1. η ταυτότητα
    the identity of a civilisation - η ταυτότητα ενός πολιτισμού
    identity card - δελτίο ταυτότητας
  2. (μαθηματικά) η ταυτότητα