immunodéficience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
immunodéficience immunodéficiences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

immunodéficience (fr) θηλυκό