impeccable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός impeccable
συγκριτικός more impeccable
υπερθετικός most impeccable

Επίθετο[επεξεργασία]

impeccable (en)

  1. αψεγάδιαστος, άψογος, τέλειος, άπταιστος
  2. ανίκανος για το κακό, αγνός

Παράγωγα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

impeccable (fr)