indemnisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
indemnisation indemnisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indemnisation (fr) θηλυκό