instrumento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- instrumento < instrument- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instrumento | instrumentoj |
αιτιατική | instrumenton | instrumentojn |
instrumento (eo)
- το όργανο
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
instrumento | instrumentos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instrumento (es) αρσενικό