interconnexion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
interconnexion interconnexions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

interconnexion (fr) θηλυκό