interfix

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interfix < inter- + fix

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

interfix (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • interfix στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια