internacia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
internacia < internaci + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική internacia internaciaj
αιτιατική internacian internaciajn

internacia (eo)

la problemoj de la internacia komunikado - τα προβλήματα της διεθνούς επικοινωνίας
internacia kontrakto - διεθνές συμβόλαιο