intersect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας intersect
γ΄ ενικό ενεστώτα intersects
αόριστος intersected
παθητική μετοχή intersected
ενεργητική μετοχή intersecting

intersect (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]