isolation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌaɪsəˈleɪʃən/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

isolation (en)

  1. η απομόνωση
  2. (γλωσσολογία) η μορφηματική απομόνωση
    Αντώνυμα: agglutination
  3. (βάσεις δεδομένων) απομόνωση

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • (βάσεις δεδομένων) ACID
  • isolation στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



      ενικός         πληθυντικός  
isolation isolations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

isolation (fr) θηλυκό

  1. η απομόνωση
  2. (ηλεκτρολογία) η μόνωση