japétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒa.pe.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
japétique japétiques

japétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό