jaquette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jaquette < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική jaquet

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒa.kɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jaquette jaquettes

jaquette (fr) θηλυκό

  1. (ενδυμασία) η ζακέτα
  2. το κάλυμμα ενός βιβλίου