kürsü

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kürsü (tr)

  • η έδρα (το κάθισμα, η δικαστική έδρα, η πανεπιστημιακή έδρα)