kalp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑlp/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kalp (tr)

  1. καρδιά
    kalp vücuda kan pompalayan organdır. — η καρδιά είναι το όργανο που αντλεί αίμα στο σώμα.
     συνώνυμα: yürek (ειδικά των βοοειδών)
  2. (κατ’ επέκταση) καρδιακή νόσο
    kalpten öldü. — πέθανε λόγω καρδιακών προβλημάτων.
  3. (μεταφορικά) αγάπη, στοργή
     συνώνυμα: gönül
  4. (μεταφορικά) οίκτος, έλεος, ευσπλαχνία
  5. (μεταφορικά) η ουσία, ο βασικός πυρήνας
     συνώνυμα: merkez
  6. (μεταφορικά) συναίσθημα
     συνώνυμα: gönül, yürek
  7. το εσωτερικό μέρος των καρπών ή των φυτών
    enginar kalbiη καρδιά ενός αγκινάρας

Παράγωγα

[επεξεργασία]