kaufen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

kaufen (de)

  • αγοράζω
    ich möchte Obst kaufen - θα ήθελα να αγοράσω φρούτα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]