kişi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kişi (az)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kişi (tr)

  1. πρόσωπο, φυσικό ή νομικό
  2. (γραμματική) πρόσωπο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]