knock out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: knockout
ενεστώτας knock out
γ΄ ενικό ενεστώτα knocks out
αόριστος knocked out
παθητική μετοχή knocked out
ενεργητική μετοχή knocking out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
knock out < → δείτε τις λέξεις knock και out

knock out (en)

  1. κοιμίζω, ξεραίνω, ρίχνω/χτυπάω κάποιον αναίσθητο, βάζω κάποιον να κοιμηθεί ή να μείνει αναίσθητος
    The pill knocked him out for a good three hours.
    Το χάπι τον κοίμισε/ξέρανε για τρεις ολόκληρες ώρες.
    He knocked him out.
    Τον έριξε αναίσθητο.
    I knocked him out.
    Τον χτύπησα κι έπεσε αναίσθητος.
  2. (μποξ) βγάζω κάποιον νοκ άουτ
    He knocked out the opponent with one punch.
    Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά.
  3. εξαντλώ, ξεκάνω, κουράζω πολύ τον εαυτό μου ή κάποιον άλλον
    Running errands all day really knocked him out.
    Το τρέξιμο για θελήματα όλη μέρα τον ξέκανε.
  4. (ανεπίσημο) ξεπετώ, ολοκληρώνω με μεγάλη βιασύνη
    They knocked out the entire project in one night.
    Ξεπέταξαν ολόκληρο το έργο μέσα σε μια νύχτα.
     συνώνυμα: knock off

Συγγενικά

[επεξεργασία]