koala

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

koala (en)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
koala, αυστραλέζικο όνομα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
koala koalas

koala (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) το κοάλα


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

koala (hr)

  1. (θηλαστικό ζώο) το κοάλα