lambda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lambda lambdas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lambda (fr) αρσενικό

  1. λάμδα



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lambda (pl) θηλυκό

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: λάμδα