launch into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας launch into
γ΄ ενικό ενεστώτα launches into
αόριστος launched into
παθητική μετοχή launched into
ενεργητική μετοχή launching into

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
launch into < → δείτε τις λέξεις launch και into

launch into (en)

  • ρίχνομαι, ξεκινάω κάτι με ενθουσιασμό, ειδικά κάτι που θα πάρει πολύ χρόνο
    I launch into politics/business.
    Ρίχνομαι στην πολιτική/στις επιχειρήσεις.