lay back
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | lay back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lays back |
αόριστος | laid back |
παθητική μετοχή | laid back |
ενεργητική μετοχή | laying back |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]lay back (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]lay back (en)