lay off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | lay off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lays off |
αόριστος | laid off |
παθητική μετοχή | laid off |
ενεργητική μετοχή | laying off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]lay off (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- layoff (ουσιαστικό)
Πηγές
[επεξεργασία]- lay off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 106. ISBN 9780194325684., λήμμα: απολύω