layer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
layer | layers |
layer (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | layer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | layers |
αόριστος | layered |
παθητική μετοχή | layered |
ενεργητική μετοχή | layering |
layer (en)
- τακτοποιώ, διευθετώ κάτι σε στρώματα