layer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
layer layers

layer (en)

  • το στρώμα, η στρώση
    a thick layer of asphalt/paint/snow - παχύ στρώμα ασφάλτου/μπογιάς/χιονιού

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας layer
γ΄ ενικό ενεστώτα layers
αόριστος layered
παθητική μετοχή layered
ενεργητική μετοχή layering

layer (en)