lector
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lector (en)
- ο αναγνώστης (λαϊκός που διαβάζει τα ιερά κείμενα κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικής ακολουθίας)
- λέκτορας (πανεπιστημιακός)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lector (ro) αρσενικό
- ο λέκτορας
- ο αναγνώστης
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του lector
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un lector | lectorul | nişte lectori | lectorii |
γενική | a unui lector | lectorului | a unor lectori | lectorilor |
δοτική | unui lector | lectorului | unor lectori | lectorilor |
αιτιατική | un lector | lectorul | nişte lectori | lectorii |
κλητική | — | - | — | - |