lecture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lecture | lectures |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lecture (en)
- η διάλεξη, μια ομιλία σχετική με ένα επιστημονικό θέμα
- (κατ’ επέκταση) η πανεπιστημιακή παράδοση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lecture < μεσαιωνική λατινική lectura
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lecture (fr) θηλυκό