lekarstwo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική lekarstwo lekarstwa
γενική lekarstwa lekarstw
δοτική lekarstwu lekarstwom
αιτιατική lekarstwo lekarstwa
οργανική lekarstwem lekarstwami
τοπική lekarstwu lekarstwach
κλητική lekarstwo lekarstwa

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lekarstwo < ρήμα leczyć

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɛˈkarstfɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lekarstwo (pl) ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]