licence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
licence licences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

licence (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /li.sɑ̃s/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

licence (fr) θηλυκό

  1. η άδεια
  2. η ασυδοσία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]