limbă

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: limba

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

limbă (ro) θηλυκό

  1. η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας
  2. (ανατομία) η γλώσσα