lingua

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lingua (gl)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lingua lingue

lingua (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lingua (la) θηλυκό