logic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
logic logics

logic (en)

  1. η λογική
  2. (μαθηματικά) η λογική

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

logic (en)

  1. λογικός
  2. (πληροφορική) βλ. συνώνυμο logical

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]