lopata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: łopata

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lopata (sk) θηλυκό

  1. το φτυάρι



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lopata (cs) θηλυκό

  1. το φτυάρι