lossy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]lossy (en)
- (πληροφορική) απολεστικός, απωλειακός [1], με απώλειες
- lossy compression - απολεστική συμπίεση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «απωλειακός», «με απώλειες» από αναζήτηση «lossy» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.