love

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lʌv/ & /lɐv/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
love loves

love (en)

ενεστώτας love
γ΄ ενικό ενεστώτα loves
αόριστος loved
παθητική μετοχή loved
ενεργητική μετοχή loving

love (en)

  • αγαπάω
    I have never loved anyone else more than you.
    Δεν έχω αγαπήσει πότε κανέναν άλλον περισσότερο από εσένα.