lumière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lumière lumières

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lumière < λατινική luminaria (δαυλός) < lumen

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ly.miɛʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lumière (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]