lustfully

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός lustfully
συγκριτικός more lustfully
υπερθετικός most lustfully

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lustfully < lustful + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

lustfully (en)

  • λάγνα
    She looked at him lustfully.
    Τον κοίταξε λάγνα.