ménage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ménage ménages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ménage (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το σπίτι, το νοικοκυριό
  2. (παρωχημένο) η τακτοποίηση, το νοικοκυριό, η λάτρα, η φασίνα
  3. (παρωχημένο) η οικονομία, η εξοικονόμηση
  4. το σπιτικό
  5. το σύνολο των δουλειών που χρειάζεται να γίνουν για να διατηρείται ένα νοικοκυριό καθαρό και τακτοποιημένο
  6. τα έπιπλα και τα κατσαρολικά ενός σπιτιού
  7. η κοινή ζωή
  8. το ζευγάρι, οικογένεια