maçon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.sɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maçon maçons

maçon (fr) αρσενικό