magnolia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

magnolia (en)

  1. η μανόλια
  2. το κρεμώδες λευκό χρώμα των λουλουδιών της μανόλιας
  3. άτομο που κατάγεται από ή κατοικεί στην αμερικανική Πολιτεία του Mississippi



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ɲɔ.lja/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
magnolia magnolias

magnolia (fr) αρσενικό