maison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
maison < λατινική mansio < manere (μένω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɛ.zɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maison maisons

maison (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • maison στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια